λυσσάζω

λυσσάζω
λυσσάζω και λυσσιάζω λύσσ(ι)αξα, λυσσ(ι)ασμένος
1. προσβάλλομαι από λύσσα.
2. κυριεύομαι από μεγάλη οργή ή πάθος, γίνομαι μανιακός: Λύσσαξε από την κακία της.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λυσσάζω — και λυσσιάζω (Μ λυσσάζω και λυσσιάζω) [λύσσα] 1. πάσχω ή προσβάλλομαι από λύσσα 2. έχω μεγάλη επιθυμία για κάτι, επιζητώ κάτι με μανία («λύσσαξε ώσπου να τόν παντρευτεί») 3. κατέχομαι από μανιώδη οργή νεοελλ. φρ. «τόν λύσσαξα στο ξύλο» τόν έδειρα …   Dictionary of Greek

  • λυσσώ — λυσσάζω (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλύσσαχτος — και –ιαχτος και –αγος, η, ο [λυσσάζω] 1. αυτός που δεν προσβλήθηκε από λύσσα 2. αυτός που δεν κατέχεται από παράφορες ορμές φιληδονίας, λαγνείας 3. το ουδ. ως ουσ. το αλύσσαχτο είδος αγριόχορτου που προλαβαίνει ή θεραπεύει τη λύσσα (αλλιώς… …   Dictionary of Greek

  • λυσσασμένος — και λυσσιασμένος, η, ο (Μ λυσσασμένος και λυσσιασμένος, η, ον) [λυσσάζω] 1. αυτός που έχει προσβληθεί από λύσσα 2. μανιώδης, παράφορος («λυσσασμένοι από την πύρα τής χαράς και τού κρασιού», Σολωμ.) …   Dictionary of Greek

  • λυσσασμός — λυσσασμός, ὁ (Μ) [λυσσάζω] μανία, παραφορά …   Dictionary of Greek

  • λυσσιάζω — (Μ λυσσιάζω) βλ. λυσσάζω …   Dictionary of Greek

  • λυσσώ — (AM λυσσῶ, άω, Α και λυσσῶ, όω, αττ. τ. λυττῶ) [λύσσα] (λυσσῶ, άω) 1. πάσχω ή προσβάλλομαι από λύσσα, λυσσάζω («λυττῶσιν ἅπαντα τὰ δηχθέντα», Αριστοτ.) 2. είμαι γεμάτος μανία και οργή, μαίνομαι νεοελλ. εκδηλώνομαι με σφοδρότητα αρχ. (λυσσῶ, άω… …   Dictionary of Greek

  • λύσσα — Θανατηφόρα νόσος, η οποία προκαλείται από έναν νευροτρόπο διηθητό ιό, που μεταδίδεται στον άνθρωπο συνήθως από δάγκωμα ή από αμυχές που προξενούν μολυσμένοι σκύλοι ή και άλλα μολυσμένα ζώα, όπως οι γάτες. Πριν από την πλήρη εκδήλωση της νόσου,… …   Dictionary of Greek

  • λύσσασμα — και λύσσιασμα, το [λυσσάζω] προσβολή από λύσσα …   Dictionary of Greek

  • συλλυσσώμαι — άομαι, Α λυσσάζω κι εγώ μαζί με κάποιον άλλο, προσβάλλομαι κι εγώ από λύσσα μαζί με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + λυσσῶ (< λύσσα)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”